- χιώτικος
- η , ο хиосский, с острова Хиос;
§ την επαθε χιώτικα ( — или χιώτικη) — над ним посмеялись, подшутили
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ την επαθε χιώτικα ( — или χιώτικη) — над ним посмеялись, подшутили
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χιώτικος — η, ο, Ν [Χιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Χίο και στους Χιώτες 2. αυτός που προέρχεται από την Χίο («χιώτικη μαστίχα») … Dictionary of Greek
χιώτικος — η, ο αυτός που προέρχεται από τη Χίο, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Χίο: Αυτά τα γλυκά είναι χιώτικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χιακός — ή, ό / χιακός, ή, όν, ΝΜΑ [Χίος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Χίο, χιώτικος … Dictionary of Greek